ΕΡΓΑΣΙΑ >> 6. Διαβάστε: «Ήθη και Παραβιάσεις».

ΗΘΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ

Κάθε φορά που οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί και λειτουργούν ως ομάδα ορίζουν συμφωνίες, είτε τις δηλώσουν είτε όχι, σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος, τι συμφωνεί με τα ήθη και τι όχι – μ’ άλλα λόγια, τι θα συμβάλει στην επιβίωση και τι θα είναι καταστροφικό για την επιβίωση. Αυτό είναι ένας κώδικας ηθών – μια σειρά από συμφωνίες με τις οποίες το άτομο έχει συμφωνήσει για την εγγύηση της επιβίωσης της ομάδας. Άσχετα από το μέγεθος της ομάδας –είτε είναι μια ομάδα δύο ατόμων που συγκροτούν ένα γάμο ή ένα ολόκληρο έθνος που συγκροτείται– τα άτομα προβαίνουν σε ορισμένες συμφωνίες.

Όταν ο ένας σύντροφος σε μια σχέση ή γάμο καταπατά τον συμφωνημένο ηθικό κώδικα, συχνά αισθάνεται ότι δεν μπορεί να μιλήσει στον άλλον γι’ αυτό. Αλλά αυτές οι παραβάσεις, σιωπηρές μεν, αλλά, παρ’ όλα αυτά παραβάσεις, μπορούν σταδιακά να συσσωρευθούν και να προκαλέσουν την αποσύνθεση της σχέσης.

Στη Σαηεντολογία, μια επιζήμια πράξη ή μια παραβίαση ενός κώδικα ηθών μιας ομάδας ονομάζεται όβερτ πράξη ή όβερτ. Όταν ένα άτομο κάνει κάτι το οποίο είναι αντίθετο με τον κώδικα ηθών με τον οποίο έχει συμφωνήσει ή όταν παραλείπει να κάνει κάτι το οποίο θα έπρεπε να έχει κάνει σύμφωνα μ’ αυτό τον κώδικα ηθών, διαπράττει μια όβερτ πράξη. Μια όβερτ πράξη παραβιάζει τα συμφωνημένα.

Μια σιωπηρή και αδήλωτη παράβαση ενός ηθικού κώδικα με τον οποίο δεσμεύεται ένα άτομο ονομάζεται γουίθχολντ. Γουίθχολντ είναι, λοιπόν, μια όβερτ πράξη που διέπραξε ένα άτομο και για την οποία δε μιλά. Κάθε γουίθχολντ ακολουθεί μια όβερτ πράξη.

Ο βαθμός στον οποίο έχει απομονωθεί ένα άτομο και δεν επικοινωνεί ελεύθερα με την υπόλοιπη ομάδα είναι ανάλογος μ’ αυτές τις παραβάσεις. Αν, για παράδειγμα, ένας άντρας έχασε στα χαρτιά τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώσει τους λογαριασμούς της οικογένειας, τότε διέπραξε μια όβερτ πράξη. Και, αν στη συνέχεια κρύβει αυτό το γεγονός και δεν το αναφέρει ποτέ στη γυναίκα του ή στην οικογένειά του, θα παριστάνει ότι είναι μέλος της ομάδας, ενώ δε θα είναι πια μέλος της, καθώς έχει αθετήσει τις συμφωνίες πάνω στις οποίες βασίζεται η ομάδα. Αυτός είναι ο παράγοντας που προκαλεί τη διάλυση μιας ομάδας, μιας οικογένειας ή ενός γάμου.

Ένας γάμος που έχει καταλήξει σε υπερ–απομάκρυνση των συζύγων από τις όβερτ πράξεις και τα γουίθχολντ είναι σχεδόν αδύνατο να ξανασυναρμολογηθεί απλά με το να κάνει κανείς ποστιουλέιτ την ύπαρξή του. Οι άνθρωποι που έχουν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο θα πρέπει να «ξε–αποξενωθούν» ξανά.

Αυτή η ενέργεια αποτελεί παραβίαση των συμφωνιών του γάμου και κατατάσσεται ως όβερτ πράξη.

Ο άντρας διστάζει να ανακοινώσει στη σύζυγό του τι έκανε. Αυτό είναι ένα παράδειγμα γουίθχολντ.

Μερικοί, όταν παντρεύονται, μπορεί να σκέφτονται ότι τα πράγματα αναμένεται να έχουν ως εξής: κάποιο ωραίο πρωινό του Ιουνίου αυτός ο ωραίος και αρρενωπός τύπος (ή όχι και τόσο ωραίος) και αυτό το όμορφο κορίτσι (ή όχι και τόσο όμορφο) πάνε στην εκκλησία και χορεύουν τον χορό του Ησαΐα· και νομίζουν ότι τώρα έχουν κάνει ένα γάμο. Όμως δεν έχουν καν αρχίσει.

Πρέπει ν’ ανακαλύψουν πώς δείχνουν μόλις ξυπνήσουν το πρωί. Αυτή η τάξη των πραγμάτων έχει μεγαλύτερη σχέση με καλλυντικά και ξυριστικές μηχανές, παρά με οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να μάθουν να ζουν ο ένας με τον άλλο, αν μπορούν. Και σε κάποιο βαθμό, με το να παντρευτούν, έχουν λίγο ως πολύ σβήσει ό,τι έκαναν πριν, και κάνουν μια καινούρια αρχή.

Αυτό που συμβαίνει από εκεί κι έπειτα είναι που μετράει. Όμως μερικές φορές πράγματα που έχουν κάνει παλαιότερα, τα οποία με τρομερή φροντίδα αποκρύπτουν ο ένας από τον άλλο, δεν αφήνουν το γάμο να ξεκινήσει καν, και σαράντα οχτώ ώρες αργότερα ο γάμος τους συναντάει δυσκολίες ,επειδή απλά υπάρχουν πάρα πολλά όβερτ και γουίθχολντ προτού καν γνωριστούν.

Αλλά ακόμη κι αυτός ο γάμος μπορεί να σωθεί.

Σ’ ένα γάμο που εξακολουθεί να κυλά για χρόνια με τον ίδιο βαρετό τρόπο, οι όβερτ πράξεις και τα γουίθχολντ μπορούν να συσσωρευτούν μέχρι που οι σύντροφοι να απομακρυνθούν. Θεωρείται τυπικό ότι μετά το πέρασμα τριών ετών, οι σύζυγοι δεν αισθάνονται πια καμιά «φλόγα» ο ένας για τον άλλο. Αυτό είναι κάπως κλασικό, και «όλοι οι ψυχολόγοι το γνωρίζουν», αλλά δε γνωρίζουν το γιατί. Η απάντηση βρίσκεται στα όβερτ και στα γουίθχολντ.

Αν αυτό συμβαίνει μετά από τρία χρόνια, τότε τι γίνεται μετά από δέκα; Μέχρι τότε, πολλά ζευγάρια έχουν απλώς μάθει να υπομένουν. Και οι δύο βρίσκονται σε κατάσταση εξευμενισμού – μια κατάσταση κατά την οποία προσπαθούν να κατευνάσουν ο ένας τον άλλο ή να μειώσουν ο ένας το θυμό του άλλου. Τα βρίσκουν κατά κάποιον τρόπο, και θα προτιμούσαν να είναι έτσι τα πράγματα παρά κάπως αλλιώς· θα προτιμούσαν να είναι παντρεμένοι παρά να μην είναι, και σκέφτονται ότι τα κουτσοβολεύουν. Και δε σκέφτονται πια και πολύ τον άντρα ή την κοπέλα που θα έπρεπε να είχαν παντρευτεί αντί γι’ αυτόν που πήραν. Κάπως γίνεται και κυλάει το πράγμα.

Τώρα σε μια τέτοια σχέση μπορούμε να εισάγουμε κάτι εκπληκτικό: μπορούμε να κάνουμε το γάμο μια καθαρή σχέση!

Το διαζύγιο, ή η τάση για διαζύγιο ή απομάκρυνση, δεν είναι τίποτα άλλο από πάρα πολλά όβερτ και γουίθχολντ απέναντι στο έτερον ήμισυ. Τόσο απλό είναι.

Όταν ένας σύζυγος «τσινάει» και θέλει να φύγει και λέει: «Πρέπει να φύγω» ή «Δεν πρέπει να μείνω» ή «Πρέπει να κάνω κάτι άλλο» ή «Πρέπει να χωρίσουμε» ή «Θα ήμουνα πολύ καλύτερα μόνος μου», εκφράζει αιτιολογίες οι οποίες προέρχονται άμεσα από τις όβερτ πράξεις και τα γουίθχολντ του ενάντια στον άλλο σύντροφο.

Στην πραγματικότητα, ο βασικός λόγος που το κάνει αυτό ένα άτομο οφείλεται στο ότι προσπαθεί να προστατέψει το σύντροφό του από τη δική του κακία. Έτσι, λέει: «Καλύτερα να φύγω», «Καλύτερα να το διαλύσουμε» ή «Ας το αφήσουμε το πράγμα να ηρεμήσει». Και μ’ αυτόν τον τρόπο συνήθως ένας γάμος βαδίζει σταδιακά στη διάλυση: «Άφησέ το να ηρεμήσει», «Θα πρέπει να φύγω», «Πρέπει να χωρίσουμε». Αλλά τώρα μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα να ηρεμήσουν.

Είναι πιθανό, στην προσπάθειά σου να οδηγήσεις το γάμο ενός ζευγαριού σε μια καθαρή σχέση, ν’ αποφασίσουν εκείνοι, χωρίς αμφιβολία, ότι όλα έχουν τελειώσει και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουν, γιατί δε θα ήταν δυνατό κάποιος να... Εκείνο που σώζει την κατάσταση κάθε φορά είναι το να βάλεις τον καθένα να θυμηθεί τι έκανε ο ίδιος. Αν κρατούν αυτή τη σκέψη σταθερά στο μυαλό τους, ο χειρισμός αυτός θα φτάσει τελικά σε μια πλήρη ολοκλήρωση.

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη του). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή».

μια επιζήμια πράξη ή μια παραβίαση ενός κώδικα ηθών μιας ομάδας. Η όβερτ πράξη δεν είναι απλώς το να βλάπτεις κάποιον ή κάτι, είναι μια πράξη παράλειψης ή διάπραξης που κάνει το μικρότερο καλό στο μικρότερο αριθμό ανθρώπων ή τομέων της ζωής, ή το μεγαλύτερο κακό στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων ή τομέων της ζωής.

μια ανείπωτη, μη δηλωμένη παραβίαση ενός κώδικα ηθών, με τον οποίο ένα άτομο έχει δεσμευτεί, μια όβερτ πράξη που έχει διαπράξει ένα άτομο, για την οποία δε μιλάει. Κάθε γουίθχολντ ακολουθεί μια όβερτ πράξη.